- ὡροτρόφος
- ὡροτρόφος, ον,A fostering the seasons, bringing them on, κοῦρος, of the sun, Orph.H.8.10, cf. 38.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωροτρόφος — ον, Α μτφ. (για τον Ήλιο) αυτός που τρέφει τις ώρες, τις εποχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
ὡροτρόφε — ὡροτρόφος fostering the seasons masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροτρόφοι — ὡροτρόφος fostering the seasons masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροτρόφους — ὡροτρόφος fostering the seasons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)